Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αὐτοδίδακτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδίδακτος -η -ο [aftoδíδaktos] Ε5 : (για πρόσ.) που ό,τι ξέρει (τέχνη κτλ.) το διδάχτηκε μόνος του, χωρίς τη βοήθεια ή την καθοδήγηση ενός δασκάλου ή εκπαιδευτή: ~ ζωγράφος / μουσικός / ηθοποιός.

[λόγ. < αρχ. αὐτοδίδακτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδίδακτος1 [afto∂í∂aktos] ο, (L) (& αυτοδίδαχτος)
:
  • μπορεί νά 'χω τα χαρίσματα μα και τις αμαρτίες των αυτοδίδακτων (Palam) |
  • ο B. είχε αποχτήσει χάρη στην προσωπικότητά του την παιδεία που είχε λάβει μονάχος του, ήτανε σχεδόν ένας αυτοδίδαχτος (Melas)

[substantiv. m of αυτοδίδακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδίδακτος2, -η, -ο [afto∂í∂aktos] (L) (& αυτοδίδαχτος)
:
  • ~ βιολιτζής, κωμικός, πιανίστας |
  • ~ζωγράφος |
  • ~ χειρούργος |
  • ~ στην αγιογραφία, στη λογοτεχνία |
  • φαινόμαστε πως δεν τα μάθαμε στο σχολειό από δασκάλους· είμαστε αυτοδίδαχτοι (Athanasiadis-N) |
  • κείνο το κλαψιάρικο ύφος .. το καλλιέργησαν πολλοί αυτοδίδακτοι καθηγητές .. της απαγγελίας (Myriv) |
  • παλιοί όμως και νέοι ηθοποιοί δεν είναι αυτοδίδακτοι· έχουν φοιτήσει όλοι σε σχολές θεάτρου (Charis) |
  • αυτοδίδαχτη νηπιαγωγός και δασκάλα σωστή (Bakalakis)

[fr kath αυτοδίδακτος ← K, AG, cpd w. kath διδακτός ← AG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες