Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάρεσκος -η -ο [aftáreskos] Ε5 : α.(κυρ. για πρόσ.) που του αρέσει να θαυμάζει τον εαυτό του· νάρκισσος: Aυτάρεσκη γυναίκα. β. (για τρόπο, συμπεριφορά, εκδήλωση κτλ.) που δείχνει αυταρέσκεια, θαυμασμό του εαυτού μας: Aυτάρεσκο ύφος. Οι αυτάρεσκες κινήσεις της την έκαναν μάλλον αντιπαθητική.
αυτάρεσκα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτάρεσκο: Xαμογελούσε ~. [λόγ. < ελνστ. αὐτάρεσκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρεσκος, -η, -ο [aftáreskos] (L)
- self-satisfied, self-complacent, self-conceited, smug, vain (near-syn ματαιόδοξος, φιλάρεσκος):
- αυτάρεσκη βεβαιότητα, ειρωνεία, ικανοποίηση, μετριοφροσύνη, πολιτική |
- αυτάρεσκο μειδίαμα |
- είχαν κείνο το αυτάρεσκο ύφος, που δίνει η ημιμάθεια και ο ιδεολογικός φανατισμός (Myriv) |
- η έρευνα διδάσκεται, αλλά όχι με δημηγορίες από καθέδρας και αυτάρεσκους δογματισμούς (Papanoutsos, adapted) |
- είναι αρεκτά περιορισμένες η περιαυτολογία και η αυτάρεσκη προβολή του ψυχαρικού 'εγώ' (Sachinis) |
- στα κείμενα των Πατέρων δεν παρατηρείται η αυτάρεσκη επιδίωξη να είναι λογοτέχνες (Stasinop)
[fr kath αυτάρεσκος ← MG, PatrG, LK (Apoll. Dysc., 2nd c. AD), cpd w. ἀρέσκω; cf also adv αὐταρέσκως (1830)]
- self-satisfied, self-complacent, self-conceited, smug, vain (near-syn ματαιόδοξος, φιλάρεσκος):