Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρεσκα [aftáreska] adv (L)
- in a self-satisfied manner, self-contentedly, smugly, vainly (near-syn ματαιόδοξα, φιλάρεσκα):
- γελά, χαμογελά ~ |
- όταν το χαρέμι μαζευτεί, το αρσενικό αρχίζει ~ να κόβει βόλτες γύρω του (Kakridis) |
- εξακολουθούμε να το επαναλαμβάνουμε ~πως το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε οριστικά (Christidis AK) |
- φαίνεται να προσέχει ~ τη λαμπρότητά της (TAthanasiadis) |
- δεν μπορούμε να κραδαίνουμε ~το μπαϊράκι μας με το οποιοδήποτε μεσσιανικό σύνθημά μας (Dizikirikis)
[der of αυτάρεσκος; cf adv αυταρέσκως (Koumanoudis: 1830)]
- in a self-satisfied manner, self-contentedly, smugly, vainly (near-syn ματαιόδοξα, φιλάρεσκα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταρέσκεια η [aftaréskia] Ο27 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αυτάρεσκου, το να ευχαριστιέται κάποιος θαυμάζοντας τον εαυτό του· αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός: Παθολογική / εξοργιστική ~. Mιλούσε χαϊδεύοντας με ~ τα μαλλιά της.
[λόγ. < ελνστ. αὐταρέσκεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταρέσκεια [aftaréscia] η, (L)
- self-satisfaction, self-complacency, self-conceit, smugness, vanity (near-syn αυτοθαυμασμός, ματαιοδοξία, φιλαρέσκεια):
- αφελής, πνευματική, πονηρή, σαρκαστική ~ |
- χαμόγελο αυταρέσκειας |
- καμαρώνει με ~ |
- μια γυναίκα με απαιτήσεις είναι επικίνδυνη για την αντρική ~ |
- επιδεικνύει με πολλή ~ τις αρχαιολογικές του γνώσεις (Athanasiadis-N) |
- ομολογεί με ~ τα δικά του προτερήματα (Delmouzos) |
- ξέθαψε, όπως μου 'λεγε ο ίδιος με δικαιολογημένη ~, ολόκληρους αιώνες αθηναϊκής ιστορίας (Charis) |
- κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη με ~ (Karagatsis) [fr kath αυταρέσκεια ← PatrG, LK (Symmachus
[2nd-3rd c. AD], Eccles. 6.9), cpd w. ἀρέσκεια]
- self-satisfaction, self-complacency, self-conceit, smugness, vanity (near-syn αυτοθαυμασμός, ματαιοδοξία, φιλαρέσκεια):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταρέσκομαι [aftaréscome] (L)
- show self-satisfaction, be self-complacent or smug (near-syn αρέσκομαι):
- αυταρέσκεται να επιδεικνύει περιττή και άσχετη σοφία [fr kath (neol) αυταρέσκομαι, cpd w. αρέσκομαι; cf MG (Tzetzes, Chiliades, 12th c.), PatrG (Io. Damascenus
[of doubtful authorship]) αὐταρεσκῶ (-έω)]
- show self-satisfaction, be self-complacent or smug (near-syn αρέσκομαι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάρεσκος -η -ο [aftáreskos] Ε5 : α.(κυρ. για πρόσ.) που του αρέσει να θαυμάζει τον εαυτό του· νάρκισσος: Aυτάρεσκη γυναίκα. β. (για τρόπο, συμπεριφορά, εκδήλωση κτλ.) που δείχνει αυταρέσκεια, θαυμασμό του εαυτού μας: Aυτάρεσκο ύφος. Οι αυτάρεσκες κινήσεις της την έκαναν μάλλον αντιπαθητική.
αυτάρεσκα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτάρεσκο: Xαμογελούσε ~. [λόγ. < ελνστ. αὐτάρεσκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρεσκος, -η, -ο [aftáreskos] (L)
- self-satisfied, self-complacent, self-conceited, smug, vain (near-syn ματαιόδοξος, φιλάρεσκος):
- αυτάρεσκη βεβαιότητα, ειρωνεία, ικανοποίηση, μετριοφροσύνη, πολιτική |
- αυτάρεσκο μειδίαμα |
- είχαν κείνο το αυτάρεσκο ύφος, που δίνει η ημιμάθεια και ο ιδεολογικός φανατισμός (Myriv) |
- η έρευνα διδάσκεται, αλλά όχι με δημηγορίες από καθέδρας και αυτάρεσκους δογματισμούς (Papanoutsos, adapted) |
- είναι αρεκτά περιορισμένες η περιαυτολογία και η αυτάρεσκη προβολή του ψυχαρικού 'εγώ' (Sachinis) |
- στα κείμενα των Πατέρων δεν παρατηρείται η αυτάρεσκη επιδίωξη να είναι λογοτέχνες (Stasinop)
[fr kath αυτάρεσκος ← MG, PatrG, LK (Apoll. Dysc., 2nd c. AD), cpd w. ἀρέσκω; cf also adv αὐταρέσκως (1830)]
- self-satisfied, self-complacent, self-conceited, smug, vain (near-syn ματαιόδοξος, φιλάρεσκος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάρκεια η [aftárkia] Ο27 : η ιδιότητα του αυτάρκους, το να μπορεί κανείς να καλύπτει τις ανάγκες του με τις δικές του δυνάμεις: Έχω ~. Οικονομική ~. Έχω οικονομική ~, είμαι οικονομικά αυτάρκης. || το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει.
[λόγ. < αρχ. αὐτάρκεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτάρκεια η.
-
- 1) Tα απαραίτητα τρόφιμα:
- από της υστερήσεως των αυταρκειών παρεδόθη (Δούκ. 26130).
- 2) Eπάρκεια:
- βλέπουν τα φορτώματα … πάντα εν αυταρκείᾳ (Παϊσ., Iστ. Σινά 269).
[αρχ. ουσ. αυτάρκεια. H λ. και σήμ.]
- 1) Tα απαραίτητα τρόφιμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρκεια [aftárcia] η, (L)
- self-sufficiency, independence, autarky (syn αυτεπάρκεια):
- οικονομική, πολιτική ~ |
- ~ σε αλιευτικά προϊόντα |
- ~ σε υγρά καύσιμα |
- η τωρινή ομιλουμένη γλώσσα δεν έχει ενότητα και ~ |
- κατάφερε να φτάσει τα όρια μιας κάποιας γεωργικής αυτάρκειας (Karantonis) |
- τα πρόβατα .. συνηθισμένα στην ~ κάτι θα εύρουν να τσιμπήσουν (Floros) |
- οι καθαρά ελληνικές δυνάμεις μάς εξασφαλίζουν απόλυτη πνευματική και καλλιτεχνική ~ (Charis) |
- ο Eπίκουρος .. είχε στηρίξει το φιλοσοφικό του σύστημα στην ~ και στην αταραξία (Saratsis)
[fr kath αυτάρκεια ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG, der of AG (Aeschyl. +) αὐτάρκης]
- self-sufficiency, independence, autarky (syn αυτεπάρκεια):
[Λεξικό Κριαρά]
- αυταρκετός, επίθ.· αυτάρκετος· αυταρκητός.
-
- 1) Eπαρκής:
- να δώσεις δόσια αυτάρκετα (Mαχ. 2233).
- 2) Eπαρκής, ικανός:
- μέγαν καράβιν, η Mπουκκουνιούνα, … αυταρκητή να πολεμήσει ιη´ κάτεργα (αυτ. 58022).
[<συμφ. επιθ. αυτάρκης + αρκετός]
- 1) Eπαρκής: