Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αὐλαία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλαία η [avléa] Ο25 : 1.παραπέτασμα από ύφασμα που χωρίζει τη σκηνή του θεάτρου από την αίθουσα των θεατών: Tα αρχαία θέατρα δεν είχαν ~. Aνοίγει / κλείνει / πέφτει η ~. || τέλος σκηνής ή πράξης θεατρικού έργου ή άλλου παρόμοιου θεάματος. 2. (μτφ.) για την αποκάλυψη, την αρχή ή το τέλος κατάστασης που την παρομοιάζουμε κάπως με θέατρο: Έπεσε η ~ της συνεδρίασης.

[λόγ. < ελνστ. αὐλαία, αρχ. σημ.: `κουρτίνα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλαία [avléa] η, (L)
  • ① theat (stage) curtain (syn κουρτίνα, μπερντές, ριντό, σκηνή):
    • ~ ασφαλείας safety curtain, fire curtain |
    • ανοίγω, κατεβάζω, κλείνω, σηκώνω την ~ |
    • είδα έναν Π. να κλαίει με λυγμούς .. πολλήν ώρα αφού έπεσε η ~ (Xenop) |
    • σα φανταστική ~ .. άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά η καταχνιά, ξεσκεπάζοντας τη μαγική φαντασμαγορία (Nirvanas) |
    • θα χτυπήσει τα δυο ξύλα που κρατάει και θ' ανοίξει η ~ (Kazantz)
  • ⓐ curtain call:
    • στο πρώτο διάλειμμα κάναμε δεκαέξι αυλαίες· στο τέλος της παραστάσεως κάναμε τριάντα (Stratou)
  • ② fig phr ανοίγω (or σηκώνω) την ~ begin, start:
    • από τη στιγμή αυτή σηκώνεται για τον ένδοξο ζωγράφο η ~ της τραγωδίας (Papantoniou) |
    • η ~ του πολέμου σηκώνεται τώρα επίσημα (Melas) |
    • ο B. άνοιγε την ~ στο δράμα των τολμηρών πραγματοποιήσεων (id.)
  • ⓑ fig phr πέφτει η ~ the curtain falls on, the end comes to:
    • poem κάθε που βράδιαζε | έπεφτε κι η ~ της απαντοχής σου (Samouilidis)
  • ⓒ material or device serving to separate, screen, or conceal, screen, curtain (syn παραπέτασμα):
    • polit σιδερένια ~ iron curtain (syn σιδηρούν παραπέτασμα) |
    • δεν θέλει να πέσει ~ λήθης στο χουντικό παρελθόν |
    • διακήρυξη απόλυτης εμπιστοσύνης .. μεταξύ Λευκωσίας κι Aθήνας· πίσω από την ~ αυτή κρύβονται συχνά διχογνωμίες (Christidis) |
    • θέλει να παραμερίσει την ~ του χρόνου, που τον χωρίζει από τα περασμένα (Chourmouziadis)
  • ③ photography shutter:
    • ~ εστιακού επιπέδου focal plane shutter

[fr kath αυλαία ← MG αυλαία 'σκηνή' (Manasses) ← K, AG (Hyperides, Theophr, Menander), der of αυλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες