Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αἰχμαλωτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αιχμαλωτεύω· αμαλωτεύγω· αμαλωτεύω· αιμαλωτεύω.
  • 1)
    • α) Πιάνω κάπ. αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω:
      • Kόρην αιχμαλωτεύσατε (Διγ. Z 387
      • (με σύστ. αντικ.):
        • να αμαλωτέψεις την αμαλωσιά του (Πεντ. Δευτ. XXI 10
    • β) αιχμαλωτίζω, κυριεύω ψυχικά:
      • κόρη, τόν ηχμαλώτευσεν ο πόθος δι’ εσέναν (Λίβ. Sc. 2817).
  • 2) Aρπάζω, οικειοποιούμαι:
    • πάντα τα εκείσε τα μεν ηχμαλώτευσε, τα δε κατέκαυσε (Σφρ., Xρον. 14820
    • (προκ. για ζώα):
      • (Πεντ. Έξ. XXII 9).
  • 3) (Προκ. για πόλη) καταλαμβάνω:
    • (Mαχ. 1724).

[μτγν. αιχμαλωτεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες