Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτισμός ο [aftizmós] Ο17 : (ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση του ατόμου που αποκρούει κάθε επαφή και επικοινωνία με τους άλλους και την πραγματικότητα: Παιδικός ~. Ο ~ των ενηλίκων είναι ένα από τα κύρια συμπτώματα της σχιζοφρένειας.
[λόγ. < γερμ. Autismus < αρχ. αὐτ(ός) `ο ίδιος΄ -ismus = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτισμός [aftizmós] ο, (L) psychol
- mental or behavioral disorder involving withdrawal into o.s. and fantasizing, autism:
- παιδικός ~ |
- σχιζοφρενικός ~ |
- συμπτώματα αυτισμού
[fr kath αυτισμός ← ISV autism, der of αυτός]
- mental or behavioral disorder involving withdrawal into o.s. and fantasizing, autism:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτιστικός -ή -ό [aftistikós] Ε1 : α.για πρόσωπο που πάσχει από αυτισμό: Aυτιστικό παιδί / άτομο. || (ως ουσ.) το αυτιστικό. β. που ανήκει ή που αναφέρεται στον αυτισμό ή στα αυτιστικά άτομα: ~ κόσμος. Aυτιστική διεργασία.
[λόγ. αυτ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γερμ. autistisch]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτιστικός, -ή, -ό [aftistikós] (L) psychol
- affected or characterized by autism, autistic:
- διδάσκει σε αυτιστικά παιδιά
[fr kath αυτιστικός ← ISV autistic]
- affected or characterized by autism, autistic: