Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αψινθίτης, επίθ.
-
- (Προκ. για κρασί) που παρασκευάζεται με αψίνθι:
- οίνου αψινθίτου (Iερακοσ. 45417).
[μτγν. επίθ. αψινθίτης. Βλ. και LBG]
- (Προκ. για κρασί) που παρασκευάζεται με αψίνθι: