Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψηλάφητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αψηλάφητος, -η, -ο [apsiláfitos] (L)
  • ① not fingered, untouched (syn άγγιχτος 1, απασπάτευτος a)
  • ⓐ intangible, untouchable, impalpable (syn in άψαυστος):
    • η ιδέα, αψηλάφητη κι ασύλληπτη βρίσκεται μέσα σ' έναν κύκλο ιδανικό (Chourmouzios) |
    • poem κι ωσά χειμώνανθου πνοή ξεχύθηκε βαθιά μου | το δώρο το αψηλάφητο κλ (Proestop)
  • ② fig unexamined, uninvestigated, unexplored (syn ανεξέταστος, ανερεύνητος 2):
    • εκφράζει την απόλυτη αδιαφορία του για κάθε μυστήριο και κάθε αίνιγμα αψηλάφητο (Chourmouzios, adapted) |
    • υποχρεώνει το πνεύμα του να συλλάβει μέσα απ' την συμπύκνωση του αψηλάφητου εαυτού του το κριτικό σπέρμα (Diomatari)

[fr kath αψηλάφητος (also dial αψηλάφετος Pontic) ← PatrG, K 'not tried, untested' (Polyb.), cpd w. ψηλαφητός 'that can be felt' (: ψηλαφῶ); cf ἄψαυστον .. ἀψηλάφητον Hesych.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες