Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχειραγώγητος -η -ο [axiraγójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν χειραγωγήσει ή που δεν μπορούν να τον χειραγωγήσουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀχειραγώγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχειραγώγητος, -η, -ο [açiraγόyitos] (L)
- not provided w. guidance or advice, unguided, undirected (syn ακαθοδήγητος, ακατεύθυντος, ant χειραγωγημένος)
[fr kath αχειραγώγητος ← PatrG ('obstinate'), K ('untamed'), cpd w. *χειραγωγητός (: χειραγωγῶ)]