Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχείρωτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αχείρωτος, επίθ.
  • Ανίκητος, ανυπότακτος, αδούλωτος (μεταφ.):
    • αχείρωτος τοις πάθεσιν (Διγ. Gr. 2048).

[αρχ. επίθ. αχείρωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες