Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχανής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχανής -ής -ές [axanís] Ε10 : που είναι πάρα πολύ μεγάλος σε έκταση, που είναι εξαιρετικά εκτεταμένος· απέραντος: ~ χώρα / έρημος / θάλασσα. Οι αχανείς πεδιάδες του Kαναδά. || (ως ουσ.) το αχανές, το άπειρο, η απεραντοσύνη του ουρανού.

[λόγ. < ελνστ. ἀχανής, αρχ. σημ.: `με μεγάλο άνοιγμα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχανής, -ής, -ές [axanís] gen αχανούς, (L)
  • ① boundless, limitless, spaceless, farflung (syn άπειρος2 3, απέραντος 2, άχανος 1):
    • ~ ωκεανός |
    • ~ αυτοκρατορία, έρημος, χώρα |
    • αχανές διάστημα, πέλαγος |
    • στις αχανείς στέπες .. άνθρωποι με σάρκα και με ψυχή πασχίζουν, αγωνίζουνται (Theotokas) |
    • όλα τα ψάρια, που είναι σκορπισμένα σε αχανείς εκτάσεις, κινητοποιούνται και συγκεντρώνονται σε ορισμένη περιοχή (Potamianos)
  • ⓐ immense, vast, huge, enormous (syn απέραντος 3, πελώριος, τεράστιος):
    • ~ αίθουσα, πολιτεία |
    • αχανές αεροδρόμιο, κτίριο |
    • η νύχτα που περάσαμε .. στη μέση ενός αχανούς σαλονιού μάς μετέφερε μακριά .. από το Πήλιο (Ouranis) |
    • πώς θα γίνει η τοποθέτηση της παραστάσεως σε κείνο το ωραίο μεν, αλλ' αχανές πάρκο! (Stratou) |
    • τη φροντίδα για τις αρχαιότητες .. είχε η ~ σε έκταση και σε προσωπικό Eφορεία Aρχαιοτήτων Mακεδονίας (DLazaridis)
  • ⓑ extremely long, endless (syn απέραντος 3b, ατέλειωτος 2b, άχανος 2):
    • ~ διάδρομος |
    • ~ λεωφόρος
  • ② extremely great, enormous, measureless (syn άμετρος A1, απέραντος 4):
    • ~ μόρφωση, φαντασία |
    • το αχανές μυστήριο της ψυχής |
    • η αντίληψη αυτή παραχωρεί τον τόπο της .. σ' έναν αχανή πανθεϊσμό (Palam) |
    • δεν αποκλείεται σε ένα τόσον αχανές έργο να υπάρχουν και τέτοιες στιγμές ακυριολεξίας (Tsatsos) |
    • είδα την πραγματική, .. την απίστευτη Pωσία του αχανούς και παθητικού μυστικισμού (Melas)

[fr kath αχανής ← PatrG ← K (also pap), AG 'yawning, gaping', cpd w. stem χαν- (: ἔχανον of χά-σκω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες