Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχαλίνωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αχαλίνωτος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει χαλινάρι:
    • (Bίος Aλ. 615).
  • 2) (Προκ. για συναισθήματα) ασυγκράτητος:
    • θυμόν αχαλίνωτον (Δούκ. 2037
    • αχαλίνωτές μου … όρεξες (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1530]).
  • 3) Aκαθοδήγητος, ξένοιαστος:
    • (Δούκ. 20127).

[αρχ. επίθ. αχαλίνωτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχαλίνωτος -η -ο [axalínotos] Ε5 : 1.για άλογο στο οποίο δε φόρεσαν χαλινάρι. 2. (μτφ.) για ανθρώπινες τάσεις, ορμές ή ιδιότητες που είναι υπερβολικά έντονες, ώστε να μην μπορούν να συγκρατηθούν, να περιοριστούν μέσα σε ορισμένα θεμιτά όρια· ασυγκράτητος: Aχαλίνωτη φιλοδοξία / φιλαργυρία / φαντασία. Aχαλίνωτα πάθη. Οι ρομαντικοί άφηναν τη φαντασία τους να καλπάζει αχαλίνωτη. ~ ρομαντισμός. || ~ άνθρωπος. Aχαλίνωτη γλώσσα. αχαλίνωτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀχαλίνωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχαλίνωτος, -η, -ο [axalínotos]
  • ① having no reins, unbridled (syn αχαλινάρωτος, ant χαλινωμένος):
    • poem ελεύθερα, αχαλίνωτα | μέσα εις τ' αμπέλια τρέχουν | τ' άλογο κλ (Kalvos) |
    • άφησες αχαλίνωτη τη φοράδα σου στο χωράφι (Gritsi-M)
  • ② fig unrestrained, unrestricted, unchecked, uncontrollable, irrepressible, rampant (syn ακράτητος 1, ασπέδιστος 2, ασυγκράτητος2 2b, ασύδοτος2 2b):
    • ~ επαναστάτης |
    • ~ βερμπαλισμός, ιμπεριαλισμός, κομματισμός, λυρισμός, υποκειμενισμός |
    • ~ πληθωρισμός rampant inflation, runaway inflation |
    • αχαλίνωτη βία, ελευθερία, ορμή, έμπνευση, φαντασία |
    • αχαλίνωτη απολυταρχία, αυθαιρεσία, δημοκρατία, κερδοσκοπία, τεχνοκρατία |
    • αχαλίνωτες φιλοδοξίες, χειρονομίες |
    • αχαλίνωτο κέφι, όνειρο, παραμύθι |
    • αχαλίνωτη πολιτική δύναμη |
    • αχαλίνωτη δημοσιογραφική γλώσσα |
    • παίζουν τα παιδιά του δρόμου σκόρπια κι αχαλίνωτα (Palam) |
    • ένας ~ θεός, ο Διόνυσος, οδηγούσε τους αλλόφρενους χορούς (Kazantz) |
    • αφήνει ελεύθερη και αχαλίνωτη τη δύναμη και τον κοινό νου του λαού (Evelpidis) |
    • φοβάμαι πως η πένα μου έγινε αχαλίνωτη, μόλις το επέτρεψαν οι συνθήκες (Louros)
  • ⓐ unbridled, uncontrolled, passionate, fiery (syn ακράτητος 2, ασυγκράτητος2 3, ξέφρενος, φλογερός):
    • ~ πόθος |
    • αχαλίνωτη έκλυση, λύσσα |
    • αχαλίνωτα όργια, πάθη |
    • του έλεγε πως η αχαλίνωτη λαγνεία θα τον έβλαπτε πολύ (Xenop) |
    • μην αφήνεις τον εαυτό σου σ' αχαλίνωτες αγάπες (Vrettakos)

[fr postmed, MG αχαλίνωτος (Kriaras' Lex 3.404) ← K, AG ἀχαλίνωτος (Xenoph.+), cpd w. *χαλινωτός (: χαλινῶ); cf δυσχαλίνωτος, εὐ-, χρυσοχαλίνωτος, & ModG ξεχαλίνωτος, and PatrG χαλινωτέον (Clemens Alex.+)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες