Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρούρητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρούρητος -η -ο [afrúritos] Ε5 : που δε φρουρείται, δεν προστατεύεται ή δεν επιτηρείται από ενόπλους· αφύλαχτος: Aφρούρητη γέφυρα / πύλη στρατοπέδου. Aφρούρητα σύνορα. Aφρούρητοι αιχμάλωτοι.

[λόγ. < αρχ. ἀφρούρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρούρητος, -η, -ο [afrúritos] (L)
  • unguarded, undefended, ungarrisoned, defenseless (syn αφύλαχτος 1b, near-syn απροστάτευτος 1):
    • ~ θησαυρός |
    • αφρούρητη πόλη |
    • αφρούρητες θέσεις, αφρούρητες πύλες |
    • αφρούρητο κάστρο, αφρούρητα σύνορα |
    • ο στρατός του θα αποβιβαζόταν σε αφρούρητο, σε απροστάτευτο μέρος (Fteris) |
    • πέρασαν από μια αφρούρητη, απότομη βουνοπλαγιά (AVlachos) |
    • η μετάβαση .. από την καθαρεύουσα .. στην πρακτική ζωή έμεινε αφρούρητη, δίχως οδηγητές (Floros) |
    • poem κακόμοιροι οι παλιοί τρανοί θεοί κατάντησαν μπαμπούλες, | που τρογυρνούν το αφρούρητο μυαλό κατακλεφτά τη νύχτα (Kazantz Od 4.1269)

[fr kath αφρούρητος ← K, AG (Plato +), cpd w. (Anth. P.) φρουρητός (: φρουρῶ); cf ἀπεριφρούρητος, θεοφρούρητος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες