Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλίωτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφίλιωτος -η -ο [afílotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) α. που δε φίλιωσε, δε συμφιλιώθηκε με κπ.: Πάει τόσος καιρός που τσακώθηκαν κι ακόμα είναι αφίλιωτοι. β. που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί ή να συμβιβαστεί· ασυμβίβαστος, αδιάλλακτος: ~ εχθρός. Aφίλιωτη έχθρα. Mέσα μου υπάρχει κάτι σκληρό, ατίθασο κι αφίλιωτο.

[ελνστ. ή μσν. ἀφιλίωτος < α- 1 φιλιω- (δες φιλιώνω) -τος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφίλιωτος, -η, -ο [afíljotos] (& L αφιλίωτος)
  • ① not restored to friendship or amicable relations, unreconciled (syn ασυμφιλίωτος 1, ant συμφιλιωμένος, φιλιωμένος):
    • είναι ακόμη ~με το γείτονά του
  • ② incapable of being brought into harmony or accord, irreconcilable, incompatible (syn αδιάλλακτος 1, ασυμβίβαστος2 2b, ασυμφιλίωτος 2b):
    • ~ πόλεμος |
    • αφίλιωτοι εχθροί |
    • αφίλιωτες αντινομίες |
    • στην κάποια μου μόρφωση σα να συγκυριαρχούν μέσα δυο ιδέες αφιλίωτες (Palam) |
    • θρίαμβος των μεγάλων διανοητών .. είναι η συμφιλίωση, που κατορθώνουν, ιδανικών θεωρούμενων ως αφιλίωτων (id.) |
    • να μπορέσει κι αυτός να φιλιώσει μέσα του αυτά που αλλιώς είναι αφίλιωτα (Theodorakop) |
    • η αφίλιωτη διάσταση των δυο κόσμων ήταν αδύνατο ν' αναδώσει την ποθητή τούτη σύνθεση (Chourmouzios)

[fr ByzG (Hesych. ἀσύμβατον· ἀφιλίωτον), cpd w. *φιλιωτός (: φιλιῶ); cf ασυμφιλίωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες