Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφετήριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφετήριος, -ία, -ο [afetírios] (L)
  • ① providing remission of sins or absolution (near-syn συγχωρητικός):
    • Cath Ch αφετήριο γράμμα (letter of) indulgence
  • ② athl of or pertaining to a starting-point or post, starting:
    • οι εξασκημένοι δρομείς .. με το εμπρός [πόδι] περνούν πρώτα την αφετηρία γραμμή (TSakellariou)
  • ③ math taken as an origin or zero of reference, fiducial, starting:
    • statist αφετήριο στίγμα starting-point |
    • geom αφετήριο επίπεδο (σημείο) datum plane (point), reference plane (point) |
    • geom αφετηρία γραμμή fiducial line, datum line (syn phr γραμμή αναφοράς)

[fr kath αφετήριος ← K (Anth.P.+) 'releasing']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες