Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαρπάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αφαρπάζω· απαρπάζω.
  • Aποσπώ κάπ. βίαια, αρπάζω· απάγω:
    • (Γλυκά, Στ. 64), (Kαλλίμ. 1322).

[αρχ. αφαρπάζω. O τ., καθώς και άλλοι τ., και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφαρπάζω [afarpázo] aor αφάρπαξα (subj αφαρπάξω & αφαρπάσω), mi αφαρπάζομαι, ipf αφαρπαζόμουν, aor subj αφαρπαστώ
  • ① get hold of forcibly, grab, snatch away (syn αρπάζω A1):
    • θέλομε να παρασυρθούμε στη δίνη, που μοιραία θα μας αφαρπάσει, μόλις διατυπωθεί .. το μυστικό; (Thrylos) |
    • poem .. απ' τη χαίτη, ιππεύς, | σ' αφάρπαξα σε καλπασμούς Πηγάσου (AMatsas)
  • ② mi αφαρπάζομαι grasp at, attach o.s. to, hang on to, cling to (syn αρπάζομαι 2b):
    • αδύνατη ψυχή, που αφαρπάζεται απ' τα μεγάλα (Athanasiadis-N)
  • ⓐ become excited or fired up (syn αρπάζομαι 4):
    • ο ηθοποιός .. δεν περιμένει πότε θ' αφαρπαστεί ή πότε θα τον φωτίσει η θεία χάρη! (Athanasiadis-N)
  • ⓑ get in a passion, flare up, become upset or angry (syn αρπάζομαι 4b):
    • μην αφαρπάζεσαι τόσο εύκολα, γιατί δεν θα προφθάσεις να γεράσεις (Roussos) |
    • αφαρπαζόταν με το τίποτα, μέχρι παραφροσύνης (Karagatsis)

[fr postmed, MG αφαρπάζω ← AG, cpd w. αρπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες