Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφάνεια η [afánia] Ο27 : η κατάσταση του αφανούς. α. (κυρ. για πρόσ.) το να έχει αποσυρθεί κάποιος από την κοινωνική δράση, να μην έχει κοινωνική προβολή: Zω στην ~. Πέφτω σε ~. Bγαίνω απ΄ την ~, γίνομαι γνωστός. β. (ειδικότ. νομ.) η μακρόχρονη εξαφάνιση προσώπου και η έλλειψη στοιχείων για την τύχη του, πράγμα που κάνει πιθανό το θάνατό του: Tο δικαστήριο τον κήρυξε σε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀφάνεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφάνεια [afánia] η, gen αφάνειας & αφανείας, (L)
- ① state or quality of being unknown, obscurity (syn ασημότητα 1):
- βαθιά, μαύρη, ταπεινή ~ |
- ζει, μένει, πέφτει στην ~ |
- βγαίνει από την ~ |
- τον βύθισε, τον έριξε στην ~ |
- η αποκάλυψη .. σπρώχνει τον Iησού από την ~ της ιδιωτικής ως τότε ζωής του στη δημόσια δράση (Delmouzos) |
- ο Έλληνας λογοτέχνης .. συνομολογεί τη φτώχεια και την καιρικήν ~ (Tsatsos) |
- το σπίτι αυτό, που είχε σταθεί βουτηγμένο πριν στην ~, έπαιρνε ξαφνικά σημασία (Terzakis) |
- περνούν στη διάρκεια μιας ζωής τη σκοτεινή λεωφόρο της αφανείας (Palaiologos)
- ② law state or quality of person whose whereabouts have been unknown for a long time, disappearance:
- η ~ διέπεται από το δίκαιο της ιθαγένειας (Christidis AK)
[fr kath αφάνεια ← K, AG, der of ἀφανής]
- ① state or quality of being unknown, obscurity (syn ασημότητα 1):