Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόχρημα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτόχρημα [aftóxrima] επίρρ. : (λόγ.) καθ΄ ολοκληρίαν.

[λόγ. < αρχ. αὐτόχρημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόχρημα [aftόxrima] adv (L)
  • outright, downright, absolutely, positively, altogether (near-syn εντελώς, κυριολεκτικά, πραγματικά):
    • ~ επαναστατική μεταβολή |
    • ~ γελοία υπόθεση |
    • ~ χαώδης κατάσταση |
    • ~ εκπληκτικό φαινόμενο |
    • οι συνέπειες της μαγείας για την τέχνη είναι ~ καταστροφικές (Michelis) |
    • οι όροι έκδοσης των εξωτερικών δανείων υπήρξαν όχι μόνο εξαιρετικά δυσμενείς, αλλά .. ~ καταθλιπτικοί (Angelop) |
    • ο πνευματικός επαρχιωτισμός είναι ~ παραίτηση από .. τον ηθικό προορισμό του ελληνισμού (Theodorakop) |
    • μια Γερμανία νικήτρια .. ήταν ~ το τέλος και της ελληνικής ιστορίας (Terzakis)

[fr kath αυτόχρημα ← MG, PatrG ← K 'exactly', AG 'in very deed' (Aristoph., Lucian etc), cpd w. χρήμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοχρηματοδότηση η [aftoxrimatoδótisi] Ο33 : (οικον.) η χρηματοδότηση της λειτουργίας ή των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης από τα συσσωρευμένα καθαρά κέρδη της: H ~ μιας επιχείρησης / μιας βιομηχανίας / ενός οικονομικού προγράμματος.

[λόγ. αυτο- + χρηματοδότη(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstfinanzierung ή αγγλ. self-financing]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοχρηματοδότηση [aftoxrimato∂όtisi] η, gen αυτοχρηματοδότησης & αυτοχρηματοδοτήσεως, (L) econ.
  • provision of finance fr one's own resources, self-financing:
    • ~ της βιομηχανίας |
    • ~ του έργου από τους κατασκευαστές του |
    • σήραγγες θα κατασκευάσει το υπουργείο με ~ |
    • πρέπει οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν .. τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ~ (Angelop) |
    • το φαινόμενο της αυτοχρηματοδοτήσεως .. παρουσιάζεται ιδίως στα ξένα μεγάλα συγκροτήματα (Zachareas)

[fr kath (neol) αυτοχρηματοδότησις, cpd w. χρηματοδότησις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοχρηματοδοτούμαι [aftoxrimatoδotúme] Ρ10.9β : (οικον., για επιχείρηση, έργο, δραστηριότητα κτλ.) χρηματοδοτούμαι με κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα κέρδη μου: Ο νέος συγκοινωνιακός οργανισμός θα έχει τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτείται. Aυτοχρηματοδοτούμενο οικονομικό πρόγραμμα.

[λόγ. αυτοχρηματοδότ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χρηματοδότησις - χρηματοδοτούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες