Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτογενής -ής -ές [aftojenís] Ε10 : (τεχν.) ~ συγκόλληση, που γίνεται με λιώσιμο των συγκολλούμενων υλικών και με υλικό που έχει την ίδια με αυτά σύνθεση· αυτοκόλληση.
[λόγ. < γαλλ. autogène < auto- = αυτο- + -gène = -γενής (διαφ. το ελνστ. αὐτογενής `που παράγεται μόνος του΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτογενής, -ής, -ές [aftoyenís] (L)
- ① self-generated, self-induced, autogenous, endogenous (syn αυτογέννητος 1, ενδογενής):
- τεχνική αυτογενούς χαλάρωσης κατά τη διάρκεια του τοκετού
- ② effected without external aid, autogenous:
- ~ συγκόλληση autogenous welding
[fr kath αυτογενής ← PatrG, K, cpd w. combin form -γενής (: γεν- of γίγνομαι)]
- ① self-generated, self-induced, autogenous, endogenous (syn αυτογέννητος 1, ενδογενής):