Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάδελφος ο [aftáδelfos] Ο19 θηλ. αυταδέλφη [aftaδélfi] Ο30 : αδελφός από τους ίδιους γονείς (σε αντιδιαστολή προς τον ετεροθαλή αδελφό).
[λόγ. < αρχ. αὐτάδελφος `ο ίδιος μου ο αδελφός΄· λόγ. < ελνστ. αὐταδέλφη (αρχ. αὐτάδελφος ἡ) `η ίδια μου η αδελφή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάδελφος [aftá∂elfos] ο,
- ① brother-german, full brother (syn phr L αμφιθαλής αδελφός):
- εδολοφόνησαν .. χωρίς ίχνος ελληνικού πατριωτισμού τον γενναίο αυτάδελφο του Kατσαντώνη, Λεπενιώτη (Vasileiou)
- ② fig person bearing a close resemblance in outlook or attitude to s.o. else, blood brother:
- ~ του Λασκαράτου στη σάτιρα ο Άβλιχος .. γνώριζε πόσο στενά είναι δεμένο το τραγικό στοιχείο με την ανθρώπινη μοίρα (Stamelos)
- ⓐ companion, fellow, brother (syn σύντροφος):
- οι μαθητές του θα θυμούνται πάντα το στοργικό .. δάσκαλο· οι στενοί του φίλοι τον αφοσιωμένο αυτάδελφο (Kriaras)
[fr MG αυτάδελφος ← PatrG ← AG, cpd w. ἀδελφός]
- ① brother-german, full brother (syn phr L αμφιθαλής αδελφός):