Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλόγυρος ο [avlójiros] Ο20 : αυλή που περιβάλλει κτίσμα· περίβολος1: Στον αυλόγυρο της εκκλησίας / του σχολείου.
[αυλ(ή)1 -ο- + γύρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλόγυρος [avlόyiros] ο,
- ① courtyard enclosure, wall, fence (syn αυλότοιχος, μαντρότοιχος, περίβολος):
- πήδηξε τον αυλόγυρο |
- διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο (Kondylakis) |
- ήρθαν μαστόροι να ρίξουν τον τοίχο και να χτίσουν αυλόγυρο (Panagiotop) |
- στα μακρινά χωριά ξεχωρίζεις το ασβέστωμα κάποιου αυλόγυρου (Galanou) |
- poem .. σε λίγο πρόβαλε ο τραχύς ~, χτισμένος | με βράχους γωνιακούς κλ (Kazantz Od 1.701)
- ② (enclosed) courtyard (syn in αυλή 1):
- εσωτερικός, ευρύχωρος, πλατύς ~ |
- σχολικός ~ schoolyard |
- βγήκε, γλέντησε, κοιμήθηκε στον αυλόγυρο |
- στον αυλόγυρο των ανακτόρων πάρκαραν τανκς |
- ας μη διώχνουν τους λαϊκούς χορούς από τον αυλόγυρο της εκκλησιάς (Loukatos) |
- σπίτια μέσα σε αυλόγυρους με λουλούδια (Varelas) |
- τα φίδια κόβουν ολημέρα βόλτες στον αυλόγυρο (Kovvatzis) |
- μπαινόβγαινε απ' το ιερό στον αυλόγυρο κι έδινε οδηγίες (KStergiop) |
- poem τα κομπολόγια ξεκουκκίζουν στον | αυλόγυρο οι κουρασμένοι καλογέροι (Theros)
[cpd of αυλή & γύρος]
- ① courtyard enclosure, wall, fence (syn αυλότοιχος, μαντρότοιχος, περίβολος):