Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλητής ο [avlitís] Ο7 θηλ. αυλητρίδα [avlitríδa] Ο26 & αυλήτρια [avlítria] Ο27 : αυτός που παίζει αυλό: Παραστάσεις αυλητρίδων στα αρχαία αγγεία.
[λόγ. < αρχ. αὐλητής· λόγ. < αρχ. αὐλητρίς, αιτ. -ίδα· λόγ. < ελνστ. αὐλήτρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλητής [avlitís] ο, (L)
- flute-player, flutist, piper (near-syn φλαουτίστας):
- οι αυλητές ζύγωσαν τη φλογέρα στα χείλια τους (Kazantz) |
- ξερνοβολούσαν βλαστημώντας .. τους αυλητές, που δεν έπαυαν το μονότονο σκοπό τους (Roufos) |
- ήρθαν και μάγοι και θαυματουργοί και θεατρίνοι και αυλητές (Panagiotop) |
- απεικονίζονται δύο διασταυρωμένοι αυλοί, .. που θα επαίζονταν μαζί από έναν αυλητή (Karakasis) |
- poem .. ο ~ | .. ενώ παίζει το διπλόν αυλό, | κοιτάει στηλά στις φτέρνες τη Mαινάδα (Sikel)
[fr kath αυλητής ← K (also pap), AG]
- flute-player, flutist, piper (near-syn φλαουτίστας):