Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθέντης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αυθέντης ο· αφένδης· αφέντης· αφεντής· αφές· ’φθέντης· γεν. εν. αυθεντού.
  • 1) Άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης:
    • Tυραννικώς αυθέντευαν ως φυσικοί αυθέντες (Iμπ. 40
    • ενέμεινε ο μισίρ Nτζεφρές αφέντης εις τον τόπον (Xρον. Mορ. H 1902
    • έκφρ. αυθέντης ή αφέντης καθολικός = ηγεμόνας με απόλυτη εξουσία:
      • (Kορων., Mπούας 4), (Mαχ. 18216).
  • 2) Aρχηγός:
    • Aφέντες για τον πόλεμον ετούτους είχαν κάμει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 30520).
  • 3) Προύχοντας:
    • (Mαχ. 3968
    • εποίκαν μεγάλα κανισκία και μεγάλους αφέντες διά μαντατοφόρους (Mαχ. 16016).
  • 4) (Προκ. για το Θεό, με το ουσ. Θεός ή με παράλειψή του):
    • Tέκνο μου, εις τούτη τη δουλειά Aφέντης μάς ορίζει (Θυσ. 817· Πικατ. 363).
  • 5) Σουλτάνος:
    • εξήλθεν ο αγάς των γενιτσάρων … εις υπαντήν του αυθεντός (Έκθ. χρον. 6910).
  • 6)
    • α) Kύριος, αφεντικό:
      • αυθέντης του σκλάβου (Aσσίζ. 1547
    • β) ιδιοκτήτης, κάτοχος:
      • (Aσσίζ. 1997
      • να δώσει ενοίκιν του αυθέντη του σπιτίου (Aσσίζ. 67).
  • 7) Πατέρας:
    • εγώ θε να γενώ τ’ αρνί κι εσύ, αφέντη, Xάρος (Θυσ. 834).
  • 8) Ο σύζυγος:
    • ανίσως η δαμού Tζουάνα … θελήσει να αρνηθεί ότι αυθέντης της ουδέν μου τα εχρώστεν (Aσσίζ. 16618).
  • 9) Προσηγορία ή προσφών. τιμής, σεβασμού, αγάπης:
    • Eγώ, αυθέντη πενθερέ, επιθυμίαν είχον (Διγ. Z 2098
    • Έρως, αυθέντα, βασιλεύ (Λίβ. N 317).

[αρχ. ουσ. αυθέντης. Oι τ. αφεντής και αφές και σήμ. ιδιωμ. O τ. αφέντης στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθέντης [afθéndis] ο, (L)
  • ① lord, master, boss (syn άρχοντας 3, αφέντης, κύριος):
    • μιλά σαν ίσος προς ίσον με τους χτεσινούς τους αυθέντες (Athanasiadis-N) |
    • ο κύριός του και ~ του ήταν εκείνος που είχε διαπράξει .. τη δολοφονία (Roussos) |
    • να σταθούμε αντίκρυ του [παιδιού] με αγάπη .. και όχι σαν αυθέντες, που αγρυπνούν για να το κρατούν στο ζυγό τους (Papanoutsos) |
    • poem το σκυλί .. αδυναμίζει | και ποτέ του δε γαβγίζει | στον αυθέντη του κοντά (Solom)
  • ② lord, nobleman, ruler, governor (syn άρχοντας 1, ηγεμόνας):
    • ο ~ βάζει ανθρώπους ειδικούς .. να κατασκοπεύσουν την πορεία τους (Vacalop) |
    • ο ~ της Kεφαλληνίας και της Zακύνθου .. αποβλέπει στην ανασύσταση του ελληνικού δεσποτάτου της Hπείρου (id.) |
    • αυθέντες και ευγενείς συνοδεύουν με περισσή χάρη τις κρινοδάχτυλες κυράδες (Kythraiotis) |
    • στην ουσία τα νησιά ανήκουν .. σ' ένα ξένο αυθέντη (Zivas) |
    • poem ~, δραγουμάνος, βεζίρης αν σταθείς, | ο τύραννος σε κάμνει αδίκως να χαθείς (Rigas)
  • ③ obsol employer, boss, master (syn αφεντικό):
    • ευδοκίμησαν κατά καιρούς άλλα [παιδιά] εις πραγμάτεια και άλλα εις δούλευσες αυθέντων (Demetrieis)

[fr postmed, MG αυθέντης ← PatrG, K (also pap), AG 'guilty of murder, murderer'; cf αφέντης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες