Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατρακτοειδής -ής -ές [atraktoiδís] Ε10 : που μοιάζει με άτρακτο: Aτρακτοειδές σχήμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀτρακτοειδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρακτοειδής, -ής -ές [atraktoi∂ís] (L)
- spindle-shaped, fusiform, streamlined:
- ~ ρίζα |
- ατρακατοειδές σκάφος |
- μελανόμορφη υδρία ατρακτοειδούς σώματος (Brouskari) |
- τα οξύρυγχα ξύλα έσχιζαν σα μεγάλα ατρακτοειδή ψάρια τον πρωινό αέρα (PIoannidis)
[fr kath ατρακτοειδής ← LK, cpd of άτρακτος & combin form -(ο)ειδής]
- spindle-shaped, fusiform, streamlined: