Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατελεύτητος, επίθ.
-
- Aιώνιος:
- (Διγ. Gr. 798), (Πένθ. θαν. 551).
[αρχ. επίθ. ατελεύτητος. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Aιώνιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελεύτητος -η -ο [ateléftitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει τέλος· ατέλειωτος2.
[λόγ. < αρχ. ἀτελεύτητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελεύτητος, -η, -ο [ateléftitos] (L)
- ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):
- ~ |
- ατελεύτητη ανάπτυξη, εξέλιξη, επανάληψη |
- ατελεύτητο διάστημα, χάος |
- πηγαίνουν στο Xριστό· και κείνος τους τάζει μια ζωή ατελεύτητη (Panagiotop) |
- το άπειρον .. είναι και ως προς τον χώρο και τον χρόνο άναρχο και ατελεύτητο (Theodorakop) |
- εξασφαλίζουν τη χαρά, τη διαιώνιση της ομορφιάς .. και το ατελεύτητο γήρας (Vrachimis)
- ⓐ endless, boundless, immense, vast, long (syn in ατέλειωτος 2b):
- ~ |
- ατελεύτητη απόσταση, προοπτική |
- ατελεύτητη αυτοκρατορία, ερημιά, παρέλαση, πινακοθήκη, πολιτεία |
- ατελεύτητο δάσος |
- είναι αληθινά διδαχτικός ένας περίπατος στο ατελεύτητο και κατάφυτο κοιμητήρι (Panagiotop) |
- το πέλαγος του μυστηρίου είναι ατελεύτητο (Papanoutsos)
- ⓑ long, long-drawn, interminable, endless, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
- ~ |
- ατελεύτητη μοναξιά, νύχτα, πλήξη, πορεία |
- ατελεύτητες σπουδές, συζητήσεις |
- ατελεύτητο μοιρολόι, όνειρο, ταξίδι, τραγούδι |
- ψάλλουν ατελεύτητα κείμενα ως το πρωί (Papantoniou) |
- ο βασιλιάς ακούει τα ατελεύτητα σχέδια του κ. M. και προσέχει τα μισά λόγια, τ' άλλα μισά του ξεφεύγουν (Petsalis)
- ② inexhaustible, endless, boundless, great (syn in ατέλειωτος 3):
- ~ |
- ατελεύτητη ευδαιμονία, οδύνη |
- ατελεύτητο μίσος |
- poem .. τα μακριά φύλλα, που λείχουν | το ατελεύτητο νερό σα θηρίου γλώσσα (Pavleas)
- ⓒ usu pl innumerable, countless, endless (syn in ατέλειωτος 3b):
- ατελεύτητες γραφειοκρατικές διατυπώσεις |
- οι θεοί της αρχαίας Eλλάδος έζησαν σε ατελεύτητες μεταμορφώσεις (Papantoniou, adapted) |
- έτσι ζήσανε οι προπαπούδες μας, γενιές ατελεύτητες (Panagiotop) |
- ο χριστιανισμός .. απευθύνεται προς τις ατελεύτητες μάζες (id.) |
- όντας άρχιζε [η τράτα] .. ν' αμολάει τα σκοινιά της, γιόμιζε ο αφρός ατελεύτητα βαρέλια (Zappas)
[fr kath ατελεύτητος ← postmed, MG ατελεύτητος ← PatrG, K, AG ἀτελεύτητος]
- ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):