Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέλεια [atélia] η, (L)
- ① imperfection, defectiveness, inadequacy (ant τελειότητα):
- τούτο .. αποδείχνει .. την ~ |
- έχουν τη συνείδηση της ατέλειας των μέσων τους σχετικά με τα προβλήματα, που θέλουν να λύσουν (Evelpidis) |
- και λάθη αν γίνουν, τα δέχεται ευκολότερα η κοινωνία .. και τα αποδίδει δικαίως στη δική της την ~ (Skliros) |
- οι μέσες λύσεις προέρχονται από ~ σκέψεως (ChZalokostas)
- ⓐ defect, flaw, shortcoming, failing (syn αδυναμία 5, ελάττωμα):
- ~ |
- εκφραστική, λογική, σκηνική, φυσική ~ |
- η μετάφραση παρουσιάζει μερικές ατέλειες |
- δεν είναι σπάνιες οι στιχουργικές ατέλειες μέσα στα ποιήματά του (Dimaras) |
- το φεγγάρι με το ασημένιο φως του έκρυβε κάθε ~ του τοπίου (Skouzes) |
- το αριστερό [μέρος], που εκτίθεται στο μουσείο, έχει μερικές ατέλειες στο δούλεμα (Brouskari) |
- του εισηγήθηκα τις ατέλειες του αγροτικού νόμου και την ανάγκη της τροποποίησής του (Evelpidis)
- ② exemption fr tax or duty (syn ασυδοσία 1, syn phr φορολογική απαλλαγή):
- δασμολογική, φορολογική ~ |
- ~ στα τρόφιμα |
- ~ δημοσιογραφικού χάρτου |
- οι τελευταίοι αυτοκράτορες τους έδωσαν γι' αντάλλαγμα της συμμαχίας τους ~ εμπορική και ναυτική (Evelpidis) |
- οι εποικισμοί αυτοί ενθαρρύνθηκαν με την παροχή προνομίων και ατελειών (Vacalop)
- ⓑ theat exemption fr entertainment tax, tax-free pass:
- το υπουργείο Παιδείας χορηγεί στους μαθητές των δραματικών σχολών ~
[fr kath ατέλεια ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀτέλεια]
- ① imperfection, defectiveness, inadequacy (ant τελειότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατέλεια 1 η [atélia] Ο27 : α.αυτό που κάνει κτ. να μην είναι τέλειο· έλλειψη, μειονέκτημα, ελάττωμα: Tο σπίτι μας έχει πολλές κατασκευαστικές ατέλειες. Οι τεχνικές ατέλειες του φιλμ πρέπει να θεραπευτούν, γιατί μειώνουν την αισθητική του αξία. β. η έλλειψη τελειότητας, η ιδιότητα εκείνου που έχει ατέλειες· μειονεκτικότητα, ελαττωματικότητα: H ~ ενός συστήματος / μιας μεθόδου / ενός μηχανισμού.
[λόγ. < αρχ. ἀτέλεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατέλεια 2 η : η προνομιακή απαλλαγή από τέλη (φόρους, τελωνεία, δασμούς κτλ.): Tελωνειακή ~. Οι εφημερίδες έχουν ~ χαρτιού. Οι ηθοποιοί έχουν ~ στα θέατρα. || το δελτίο ταυτότητας ή το έγγραφο που πιστοποιεί την ατέλεια.
[λόγ. < αρχ. ἀτέλεια]