Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύγχρονος -η -ο [asíŋxronos] Ε5 : (τεχν.) ~ κινητήρας, ηλεκτρικός κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος.
[λόγ. < γαλλ. asynchrone < a- = α- 1 + synchrone = σύγχρονος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύγχρονος1 [asíŋxronos] ο, (L)
- s.o. out of touch w. his times, old-fashioned person (ant σύγχρονος):
- όσο ένας τόπος είναι .. καθυστερημένος, τόσο και οι ασύγχρονοι κατορθώνουν .. να επιβάλλουν τη θέλησή τους (Panagiotop)
[substantiv. m of ασύγχρονος2]
- s.o. out of touch w. his times, old-fashioned person (ant σύγχρονος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύγχρονος2, -η, -ο [asiŋxronos] (L) (& Kazantz ασύχρονος)
- :
- ασύγχρονα γεγονότα
- ⓐ not operating at the same speed or frequency, asynchronous:
- ~
- ① old-fashioned, outdated, outmoded (near-syn απαρχαιωμένος, καθηστερημένος, οπισθοδρομικός, ant συγχρονισμένος, σύγχρονος):
- ασύγχρονη ιδεολογία |
- ασύγχρονο θέατρο |
- περιττές και ασύγχρονες γνώσεις |
- το πνέμα της επανάστασης σάρωσε όλα τούτα τ' ασύγχρονα .. ξεστρατίσματα της πιο στέρεης τέχνης (Kazantz) |
- η ψυχή της Pώμης έχει μείνει ασύγχρονη (Athanasiadis-N) |
- ο κλασικός φιλόλογος έχει τη βαριά ευθύνη να κρατηθεί ~ |
- η επάνοδος ενός εστεμμένου στο θρόνο του αποτελεί ενέργεια σχεδόν ασύγχρονη (Fteris)
[fr kath (neol) ασύγχρονος, cpd w. σύγχρονος]