Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχήμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ασχήμων, επίθ.
  • (Προκ. για θάνατο) οικτρός, αποτρόπαιος:
    • αυτούς εν πάλοις καθίησιν, θάνατον … ασχήμονα (Δούκ. 43118).

[αρχ. επίθ. ασχήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες