Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναρμολόγητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυναρμολόγητος -η -ο [asinarmolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν συναρμολογήσει ή που δεν μπορούν να τον συναρμολογήσουν: Aσυναρμολόγητο μηχάνημα.

[λόγ. α- 1 συναρμολογη- (συναρμολογώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυναρμολόγητος, -η, -ο [asinarmolόyitos] (L)
  • ① not fitted together, unassembled (ant συναρμολογημένος):
    • ασυναρμολόγητο μηχάνημα
  • ② fig not put together properly, incoherent, inconsistent (near-syn ασυνάρτητος2 2):
    • ασυναρμολόγητες θεωρίες

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυναρμολόγητος, cpd w. *συναρμολογητός (: συναρμολογώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες