Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπάθητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασυμπάθητος, επίθ.
  • 1) Που δεν αισθάνεται συμπάθεια· ανελέητος:
    • εκδίκησιν να ποίσει, κόλασιν ασυμπάθητον (Kαλλίμ. 2441).
  • 2) Που δεν τον συμπαθούν· ασυγχώρητος:
    • πάσιν ασυμπάθητοι εις το πυρ το αιώνιον (Mαχ. 6627).

[<στερ. α‑ + συμπαθώ. H λ. τον 4. αι. (LBG· βλ. και DGE) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυμπάθητος, -η, -ο [asimbáθitos] (& ασυμπάθιστος)
  • ① = ασυμπαθής:
    • τι τον έκανε ν' αράξει σ' αυτό το ασυμπάθιστο κομμάτι της γης; (Myrtiotissa)
  • ② unworthy of compassion or forgiveness, unforgivable, unpardonable (near-syn ασυγχώρητος):
    • ~

[fr postmed (Somavera), MG ασυμπάθητος ← K (pap) ἀσυμπάθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες