Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόμωτος, -η, -ο [astόmotos]
- ① unblunted, sharp (near-syn κοφτερός, ant στομωμένος):
- αστόμωτο μαχαίρι, πριόνι, τσεκούρι
- ⓐ fig unblunted, undiminished:
- τα χείλη του .. έχυναν περίγυρα τη φρίκη ανήλεη και αστόμωτον τον τρόμο (Karkavitsas)
- ② not stoppered or plugged, unstopped (near-syn αβούλωτος 2b, ξεβούλωτος):
- χύνουνε βρύσες αστείρευτες, κρουνούς αστόμωτους, το τραγούδι τους στο γαλάζιο αιθέρα (Melas)
- ⓑ unrestrained, impetuous, irrepressible (syn ακράτητος 1, ασυγκράτητος):
- αστόμωτη λεβεντιά, τόλμη |
- εδώ έχουμε μια πράξη του, που μιλάει με πύρινη, αστόμωτη ευγλωττία (Melas)
[fr MG (Hesych. gloss άβαπτος· αστόμωτος) ← K ἀστόμωτος 'lacking an orifice']
- ① unblunted, sharp (near-syn κοφτερός, ant στομωμένος):