Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραφτερός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αστραφτερός, επίθ.
  • (Προκ. για τα μάτια) αστραποβόλος, λαμπερός, ζωηρός:
    • (Πιστ. βοσκ. II 7, 111).

[<αστράφτω + κατάλ. ερός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστραφτερός -ή -ό [astrafterós] Ε1 : 1.που αστράφτει, που εκπέμπει φως ή ζωηρή λάμψη: ~ ήλιος. Aστραφτερά φώτα. Aστραφτερό χρυσάφι. || Aστραφτερή θάλασσα / λιμουζίνα. || πολύ φωτεινός: Aστραφτερά μάτια / μαλλιά / δόντια. || (επέκτ.) ως ένδειξη υπερβολικής καθαριότητας: ~ νεροχύτης. Aστραφτερά ρούχα. 2. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος, έτσι ώστε να τραβάει την προσοχή: Aστραφτερή πολυτέλεια / ομορφιά. || Aστραφτερό γέλιο. αστραφτερά ΕΠIΡΡ.

[αστράφτ(ω) -ερός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστραφτερός, -ή, -ό [astrafterós] (& στραφτερός)
  • ① flashing, gleaming, glowing, shining, shiny, radiant (syn αστραποβόλος):
    • ~βράχος, ήλιος, θρόνος, μπρούντζος, πλούτος, πολυέλαιος |
    • αστραφτερή κατσαρόλα, κορόνα, ταμπέλα, φλόγα |
    • αστραφτερή αμμουδιά, θάλασσα |
    • αστραφτερή καθαριότητα, ομορφιά |
    • αστραφτερό άστρο, φως, χρώμα |
    • αστραφτερό αυτοκίνητο, κτίριο, μάρμαρο, μαχαίρι, νόμισμα |
    • αστραφτερό βλέμμα, γέλιο, μάτι, πρόσωπο |
    • αστραφτερά μαλλιά, φορέματα, χιόνια, ψάρια |
    • αστραφτερές στάλες της βροχής |
    • αστραφτερά κόκκινα νύχια |
    • κουλουριάζεται σαν φίδι με μαλακές αστραφτερές λυγεράδες (Myriv) |
    • η Γαλλίδα ήταν εκεί .. αγέρωχη, σκληρή, αστραφτερή από μίσος (Theotokas) |
    • λυπόταν .. για κείνες που θα 'ρθουν με τ' αστραφτερά τους νιάτα στους καινούργιους καιρούς (Panagiotop) |
    • το μεσημεριάτικο φως τ' άγγιζε όλα, τα περέχυνε με στραφτερό ροδόσταμο (LAkritas) |
    • poem σάβανα υφαίνουν γύρωθε τ' άγρια σκοτάδια | σαν των κοράκων τα φτερά τ' αστραφτερά (Malakasis)
  • ⓐ brilliant, bright, clever, smart (syn λαμπερός, σπινθηροβόλος, near-syn έξυπνος):
    • ~λόγος, στίχος |
    • αστραφτερή αλληγορία, γλώσσα, κωμωδία, φράση |
    • αστραφτερό πνεύμα, ταλέντο |
    • ένας τρελός έχει την ικανότητα .. με τη γοητεία της αστραφτερής ευγλωττίας του να δημιουργήσει στρατιές τρελών (Panagiotop) |
    • ο σκοπός του να δώσει στους μαθητές του τους κανόνες της ρητορικής, όχι όμως της αστραφτερής και κούφιας (Tatakis) |
    • δεν είχε αστραφτερές συντροφιές ο απλός αυτός ποιητής (Chairop) |
    • ό,τι προεξέχει είναι η δεξιοτεχνία, η στραφτερή ευφυΐα (Thrylos)
  • ② resplendent, magnificent, brilliant, eminent (syn έξοχος, λαμπρός, υπέροχος):
    • αστραφτερό σύμβολο ηρωισμού |
    • μπόρεσε να συμπαρασταθεί στις απαρχές της αστραφτερής καριέρας του συναδέλφου του (Kanellop) |
    • η αστραφτερή αρετή αυτού του λαού έκαιγε στην καρδιά τους (Venezis) |
    • βασάνιζε το κορμί του, .. για να μετουσιώσει τη φθορά του σε αστραφτερή αθανασία (Panagiotop)
  • ⓑ shining, conspicuous, evident (syn καταφάνερος, λαμπερός):
    • λεμονάδες, καφέδες και αστραφτερή απουσία πάλι και του πιο αθώου αλκοόλ (Karantonis) |
    • η αίσθηση της νιότης, της δύναμης .. έγινε τώρα έντονη, αστραφτερή (Venezis)
  • ③ quick as lightning, split-second, flash (syn αστραπιαίος):
    • ο κόσμος μετασχηματίζεται μπρος στα μάτια μας με αστραφτερή ταχύτητα (Evelpidis)

[fr postmed αστραφτερός, der of *αστραφτός w. suff -ερός; cf καυτερός, λυπητερός, φανταχτερός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες