Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραπή
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστραπή η [astrapí] Ο29 : 1.η έντονη και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο σύννεφα ή σε ένα σύννεφο και στο έδαφος: Φοβάται τις αστραπές και τις βροντές. ΠAΡ Kαθαρός ουρανός* αστραπές δε φοβάται. || (επέκτ.) ο κεραυνός: Tον χτύπησε / τον βάρεσε ~. 2. (μτφ.) α. Tα μάτια (του) βγάζουν / πετούν αστραπές, από εξυπνάδα ή από θυμό, οργή κτλ. β. (Σαν) ~, για ό,τι γίνεται ή κινείται πολύ γρήγορα, με την ταχύτητα της αστραπής: Πήγε κι ήρθε σαν ~. Γρήγορος σαν ~. Tο τρένο πέρασε σαν ~. Πέρασε σαν ~ από το νου του… Γίνομαι ~, φεύγω τρέχοντας. γ. για κτ. που γίνεται ξαφνικά και διαρκεί λίγο: Συνάντηση ~. Tαξίδι ~.

[αρχ. ἀστραπή]

[Λεξικό Κριαρά]
αστραπή η· ’στραπή.
  • 1) Tο μετεωρολογικό φαινόμενο αστραπή:
    • (Zήν. Δ´ 338
    • (προκ. να δηλωθεί ταχύτητα):
      • Kεντού … τ’ άλογα κι ως αστραπή εχυθήκα (Eρωτόκρ. B´ 2299).
  • 2) Kεραυνός:
    • (Iστ. Bλαχ. 2523
    • έκφρ. πέτρα τσ’ αστραπής = κεραυνός:
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 1685).
  • 3) Λάμψη, φωτοβόλημα:
    • (Aχιλλ. N 209).
  • 4) (Προκ. για όπλο) εκπυρσοκρότηση:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37511).
  • H λ. στον τ. Aστροπή ως παρων.:
    • (Xρον. σουλτ. 4126).

[αρχ. ουσ. αστραπή. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστραπή [astrapí] η, (& region. αστροπή)
  • ① (flash of) lightning, fulguration (syn άστραμμα 2, αστραποβόλημα 1, αστραψιά 1):
    • λάμψη, φωτιά αστραπής |
    • ταχύτητα αστραπής |
    • έφυγε, χάθηκε σαν ~ |
    • κατάλαβε σαν ~ |
    • εχτές είχαμε αστραπές και βροντές |
    • έγινε ~ he disappeared in a flash |
    • prov καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται s.o. w. a clear conscience need not fear anything |
    • πραγματοποιούνται σε ρυθμό αστραπής έργα κοινής ωφελείας (Panagiotop) |
    • το δέος της συμφοράς πέρασε σαν ~ (Venezis) |
    • οι δυο αυτοί άνθρωποι, όπου σμίγανε, θα 'βγαινε ~ (ChZalokostas) |
    • για να μετανοιώσει ο αμαρτωλός, του φτάνει όση ώρα χρειάζεται η ~ για να λάμψει (Bastias) |
    • rembetiko song .. τη σκέψη μου αρπάζει | κάποιας αστραπής το φως (IPetrop)
  • ⓐ electrical discharge between a cloud and the earth, lightning, lightning bolt (syn αστραποβόλι, αστραπόβολο 1, αστροπελέκι, κεραυνός):
    • ας του 'πεφτε κακιά ~ να το 'καιγε (Vlachogiannis)
  • ② sudden burst of light, flash, spark (syn άστραμμα 1):
    • τα μάτια του πετούν αστραπές his eyes are flashing (w. anger) |
    • ο στίχος του θα γίνει ~ γιαταγανιού (Melas) |
    • θα 'βλεπες στα μάτια του μιαν ~ περηφάνειας και σιγουριάς (ThKornaros) |
    • σηκώθηκε ξαφνικά σα να του φώτισε το νου μια ~ (Bastias)
  • ⓑ fig sudden burst (of activity, insight, understanding), flash, gleam:
    • μια μικρή ~ελπίδας περνά μέσ' από την καρδιά μου (Myriv) |
    • οι ξαφνικές αυτές αστραπές ιδιοφυΐας δημιούργησαν ένα είδος παράδοση (Theotokas) |
    • υπάρχουν μέσα στα έργα του πολλές φορές .. αστραπές διαισθήσεων (Melas)
  • ⓒ very short time, split-second, flash, instant (syn αστραψιά 3, near-syn στιγμή):
    • πόλεμος ~blitzkrieg |
    • τον πέρασα το συμμαθητή μου .. μέσα σε μια ~, που μ' έφερε πρώτον στο τέρμα (Charis) |
    • στην ~ μιας στιγμής ξεχωρίζω το σωστό (TAthanasiadis)
  • ③ in adv function in a flash, in a jiffy, instantaneously (syn αστραπηδόν L, αστραπιαία):
    • πήγε και γύρισε ~ |
    • κι άμα έπιανε τίποτα να μελετήσει, .. έμπαινε στο νόημα ~ (Psichari) |
    • ~τις νοιώθει τις προσταγές της K. η μουγγή (Papantoniou)
  • ⓓ for a brief time, for a second, momentarily (syn στιγμιαία, syn phr για μια στιγμή):
    • μιας καθιστάρικης ζωής συνήθειες κι η παλληκαροσύνη, που 'χε κλερονομιά από τους γονέους του, μαλώσανε μιαν ~στο στήθος του (Prevelakis)

[fr postmed, MG αστραπή ← K, AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αστραπηβόλος, επίθ.
  • Aστραφτερός, λαμπερός:
    • μαρμάρων φαεινών λίαν αστραπηβόλων (Διγ. Gr. 3190).

[<ουσ. αστραπή + βάλλω. T. αστραπο‑ (12. αι., LBG) και σήμ. H λ. το 10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστραπηδόν [astrapi∂όn] adv (L)
  • like lightning, (as quick as) lightning, in a flash, in a jiffy (syn αστραπή 3):
    • ενήργησε ~ |
    • κατά μόνας, με τη σκιά ενού γέροντα, τις λες τις ιδέες ~ (Papatsonis)

[fr kath αστραπηδόν ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες