Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστερισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστερισμός ο [asterizmós] Ο17 : 1.(αστρον.) ομάδα από απλανείς αστέρες που βρίσκονται στην ίδια περιοχή του ουράνιου θόλου και έχουν συγκεκριμένη διάταξη, το σχήμα της οποίας δίνει πολλές φορές και την ονομασία στον αστερισμό: Ο ~ της Mεγάλης / της Mικρής Άρκτου. Ο ~ του Ωρίωνα. 2. (αστρολ.) το καθένα από τα δώδεκα ίσα και διαδοχικά μέρη στα οποία οι αστρολόγοι χωρίζουν τη ζωδιακή ζώνη καθώς και η αντίστοιχη χρονική περίοδος· ζώδιο: Ο ~ του Kριού / του Tαύρου / των Διδύμων. Γεννήθηκε / ανήκει στον αστερισμό του Kαρκίνου. || (μτφ.): Tο κόμμα βρίσκεται στον αστερισμό της εξουσίας, έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις, συνθήκες για να ανέλθει στην εξουσία.

[λόγ. < ελνστ. ἀστερισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστερισμός [asterizmós] ο, (L)
  • ① astr configuration or cluster of stars, constellation, asterism:
    • αστραφτερός, φαντασμαγορικός ~ |
    • ~του καρκίνου, της μεγάλης άρκτου |
    • γνωρίζει όλα τ' αστέρια και τα καλεί με τ' όνομά τους το καθένα, μέσα στο κοπάδι των αστερισμών (Myriv) |
    • όλ' οι αστερισμοί γλιστρούνε πάνω στην ουράνια καμπύλη .. από καταβολής του κόσμου (KPolitis) |
    • η θεϊκή νόηση .. μοιάζει την ανθρώπινη όσο ο ~του σκύλου το σκύλο που γαβγίζει (Theodoridis) |
    • οι πυθαγορικοί πίστευαν πως ο ίδιος ~ των ουράνιων σωμάτων θα έφερνε τα ίδια γεγονότα στη γη (Evelpidis)
  • ⓐ astrol sign (of the zodiac) (syn ζώδιο):
    • δυσμενής, ευνοϊκός ~ |
    • στη γερμανική Θουριγγία .. ζει κανείς κάτω από τον αστερισμό των Διδύμων (Athanasiadis-N) |
    • τίποτε δεν υπάρχει που να μην είναι γραμμένο στον αστερισμό μας (Chatzinis) |
    • poem σ' έχω μάθει πια καλά, μελέτησα τον αστερισμό σου, | διάβασα την παλάμη σου κλ (KKyrou)
  • ② cluster of lights:
    • ανάμεσα βουνά και θάλασσα ο ~της Aθήνας εξακόντιζε το μελιχρό του αντιφέγγισμα προς τον ουρανό (Karagatsis)
  • ③ assembly, group, constellation, combination (near-syn ομάδα, συνδυασμός):
    • εθνικός, κρατικός ~ |
    • ~ γεγονότων, διαθέσεων, ιδεών, οικισμών, φιλοσόφων |
    • ~ προσωπικοτήτων galaxy of celebrities or notables |
    • βρίσκονται μέσα σ' έναν οικογενειακό αστερισμό, όπου ευνοείται η αιμομιξία |
    • μεταπηδούν από τον ένα κοινωνικό αστερισμό στον άλλο (Papanoutsos) |
    • o Eμπεδοκλής είναι .. μοναχική φυσιογνωμία μέσα στον αστερισμό των προσωκρατικών (Lambridi)
  • ⓑ fig prevailing influence, sign:
    • βρισκόμαστε στον αστερισμό της μοτοσικλέτας και των ηκεκτρονικών παιχνιδιών |
    • αυτό είναι .. το παιχνίδι, που παίζεται κάτω από τον αστερισμό των διηπειρωτικών βλημάτων και των τεχνητών δορυφόρων (Theotokas) |
    • το αμερικάνικο έθνος κι η επικράτειά του γεννιούνται .. και σταδιοδρομούν .. κάτω από τον αστερισμό της οικονομικής (id.)

[fr kath αστερισμός ← K, der of αστήρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες