Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστερίας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστερίας ο [asterías] Ο3 : (ζωολ.) ζώο που ανήκει στα εχινόδερμα, γνωστό ως σταυρός της θάλασσας: ~ ο ερυθρός / ο παγερός. Kάναμε βουτιές για να βγάλουμε αστερίες.

[λόγ. < αρχ. ἀστερίας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστερίας [asterías] ο, (L) zoo
  • starfish, asterias (syn αστέριτης θάλασσας, σταυρός της θάλασσας):
    • τα ιδιόρρυθμα αυτά θαλασσινά λέγονται αστερίες από το ακτινωτό σχήμα τους |
    • ξεραίνουν τον αστερία της θάλασσας και τον φορούνε για φυλαχτό (Zappas) |
    • poem τ' άστρα της βλεφαρίζουν μέσ' τα κύματα | ανάμεσα στους αστερίες και τις μέδουσες (Melissanthi)

[fr kath αστερίας ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες