Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκητός, -ή, -ό [ascitós] (L)
- capable of being trained, trainable (near-syn εκπαιδεύσιμος):
- ο άνθρωπος είναι .. ον ασκητό και μορφώσιμο σε μεγάλο βαθμό (Tatakis)
[fr kath ασκητός ← K, AG]
- capable of being trained, trainable (near-syn εκπαιδεύσιμος):