Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστόνερο το [azvestónero] Ο41 : διάλυμα ασβέστη μέσα σε νερό.
[ασβέστ(ης) -ο- + νερ(ό) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστόνερο [azvestόnero] το,
- water containing a small amount of dissolved lime, limewater (syn phr L ασβέστιο ύδωρ, near-syn ασβεστόγαλα):
- έπλεναν την πληγή με ~ |
- αλείφετε το έγκαυμα μ' ένα χρίσμα, που γίνεται ανακατεύοντας μισό και μισό λάδι κι ~ (Saratsis, adapted) |
- λαχάνιαζαν να προφτάσουν, ας έμπαιναν στις μεγάλες λίμπες με τ' ασβεστόνερα κι ας χανόταν ο κόσμος (Sevastakis)
[cpd w. νερό]
- water containing a small amount of dissolved lime, limewater (syn phr L ασβέστιο ύδωρ, near-syn ασβεστόγαλα):