Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστάς ο [azvestás] Ο1 : α.αυτός που ασβεστώνει. β. αυτός που πουλάει ή που παρασκευάζει ασβέστη.
[ασβέστ(ης) -άς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστάς [azvestás] ο, pl ασβεστάδες
- ① producer of lime, limeburner (syn L ασβεστοποιός, L ασβεστουργός):
- ένας χηρευάμενος ηλικιωμένος ~που δούλευε στα καμίνια, .. τη ζήτησε για γυναίκα του (Papantoniou)
- ② limeseller (syn ασβεστοπώλης)
[der of ασβέστης w. suff -άς]
- ① producer of lime, limeburner (syn L ασβεστοποιός, L ασβεστουργός):