Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβέστης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβέστης ο [azvéstis] Ο10 : υλικό λευκό, στερεό, που τρίβεται εύκολα· παράγεται από τον ασβεστόλιθο και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική. || Σβησμένος ~, λευκός πολτός που είναι μείγμα ασβέστη με νερό και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κονιάματος. || (μτφ.): Aυτό το τυρί είναι (σαν) ~, για αποβουτυρωμένο, στεγνό και άνοστο τυρί.

[μσν. ασβέστης < ουδ. ασβέστιν μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ασβέστης ο.
  • 1) Λευκή «γη» που με λίγη ποσότητα νερού έχει μετατραπεί σε σκόνη:
    • τρακτόν κερίν και ασβέστην (Προδρ. ΙΙ 59 χφ H κριτ. υπ).
  • 2) Λευκή ύλη που με μεγάλη ποσότητα νερού έχει μετατραπεί σε πολτό:
    • διά να ανακατώνουν τον ασβέστην (Hagia Sophia ω 53019).
  • 3) Αμμοκονίαμα, σουβάς:
    • η χέρα μας ποτέ … να βγάλει, … ασβέστην ουδέ χώμα (Ερωτόκρ. Γ´ 1331).

[<ουσ. ασβέστιν (13. αι., LBG) / ιον (6.-7. αι., DGE) <ουσ. άσβεστος η + κατάλ. ι(ο)ν. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστης [azvéstis] ο,
  • ① = ασβέστη:
    • άσβηστος ~quicklime |
    • σβησμένος ~ slaked lime (syn χωρύγι) |
    • λιώνουνε τ' αρχαία τα μάρμαρα γι' ασβέστη (Petsalis) |
    • περνά βιαστικά πατώντας με τις μύτες πάνω στους άσπρους ασβέστες (DOikonomidis) |
    • η μπάλα μπορεί να χτυπάει σε κύκλο, που χαράζεται μ' ασβέστη ή χρώμα πάνω στον τοίχο (Tsiantas) |
    • χασομεράν οι χτίστες να σβήσουν ασβέστη για την οικοδομή (Zitsaia) |
    • poem ο ~στο λάκκο της αυλής αρχίζει να κοχλάζει (Ritsos)
  • ② coating of limewash, whitewash, a piece of hardened whitewash or lime mortar ασβεστόχρωμα, ασβέστωμα 2):
    • φυσούσε η ογρή νοτιά και πέφτανε ασβέστες από τις αρχαίες ζωγραφιές (Kondylakis) |
    • η εκκλησιά .. είχε σουβαντισθεί και την είχε περάσει κι έναν ασβέστη (Bastias)

[fr postmed, MG ασβέστης, der of MG το ασβέστιν, dimin of AG άσβεστος; cf ασβέστι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες