Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασήμι
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασήμι το [asími] Ο44 : πολύτιμο μέταλλο με λευκό χρώμα, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κοσμηματοποιία· άργυρος: Σκεύη / κοσμήματα από ~. Σαν ~, για κτ. που είναι άσπρο και γυαλιστερό.

[μσν. ασήμι < ελνστ. ἀσήμι(ο)ν υποκορ. του ἄσημον `ασήμι΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄσημος (δες λ., ενν. ἄργυρος) δηλ. ασήμι ασφράγιστο, που δεν έχει χτυπηθεί σε μορφή νομίσματος]

[Λεξικό Κριαρά]
ασήμι το,
βλ. ασήμιον.
[Λεξικό Γεωργακά]
ασήμι [asími] το,
  • ① silver (syn L άργυρος):
    • έφερε το μπακίρι απάνω, να σκεπάσει το ~και το μάλαμα (Prevelakis) |
    • folks. εβγάτε σεις οι ντοπιανοί, να 'ρθούμ' εμείς οι ξένοι, | να φέρουμε το μάλαμα, να πάρουμε τ' ~(DPetrop) |
    • poem τ' ~και το μάλαμα δεν άρμοζαν καθόλου | σε ανθρώπους τέτοιους κλ (Markoras)
  • ② silver ornament or artifact (syn ασημικό):
    • πήγαν μίαν βραδιά, της πήραν και τα χρήματα και τα τζιβαϊρικά της και τ' ασήμια της (Makryg) |
    • το στέργεις να πετάξουν τα ορφανά .. στους δρόμους κι εσένα να σε ντύνουν μ' ~; (Roussia) |
    • ολόκληρος ο ναός αυτός ήταν εξωτερικά ντυμένος ~(Andronikos) |
    • folks. ανοίξετε, σφαλίξετε τα δέκα παραθύρια, | να μπ' ο γαμβρός με τα σπαθιά κι η νύφη με τ' ασήμια (DPetrop)
  • ③ silver color (syn ασημί):
    • ως και το ~της ελιάς φάνταξε μαλαμοκαπνισμένο (Petsalis) |
    • τα βαριά μολυβένια κύματα ξεσπούν σε θαμπά ασήμια (Karagatsis) |
    • το φεγγάρι θα χύνει πλούσια τα ασήμια του επάνω στη γη (KPapa)

[fr postmed, MG ασήμιν ← MG ασήμιον, dimin of K άσημον, substantiv. n of άσημον αργύριον; cf απύρι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημί [asimí] το, s. ασήμι 3
:
  • όλ' αυτά τυλιγμένα στο πράσινο του πεύκου και στο ~της λεύκας (Petsalis)

[der of ασήμι w. suff -ί; cf θαλασσί, μενεξεδί, πορτοκαλί etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημίζω [asimízo] ipf ασήμιζα
  • shine like, or have the appearance of, silver (syn ασημοκοπώ, ασημολάμπω, ασημοφέγγω, ασημώνω 3):
    • η αυγή, η θάλασσα, η λίμνη, ο ποταμός ασημίζει |
    • κάτω στην κοιλάδα ασήμιζε το νωθρό ρέμα του Πηνειού (Ouranis) |
    • τα ξανθά μαλλιά της άρχισαν ν' ασημίζουν (DOikonomidis) |
    • βλέπουμε ψηλά ν' ασημίζουν στον ήλιο πλήθος αμερικάνικες ντακότες (ChZalokostas)

[der of ασήμι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημικό το [asimikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : σκεύος ή διακοσμητικό αντικείμενο από ασήμι: Στο σπίτι της έχει πολλά ασημικά. Mου χάρισε ένα πολύ ωραίο ~. || (προφ., εν.) σύνολο από ασημένια αντικείμενα: Nα δεις τι ~ έχει!

[μσν. ασημικό < ασήμ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημικό [asimikό] το, usu pl ασημικά τα,
  • silver ornament or artifact (syn ασήμι 2, ασημουργικά):
    • βαριά, πολύτιμα ασημικά |
    • ασημικά της τραπεζαρίας silverware (syn αρζαντερί) |
    • τ' ασημικά του σπιτιού κρύφτηκαν σε ασφαλισμένο μέρος (Kazantz) |
    • έχουν αρπάξει μια εκκλησιά και προσπαθούνε να πουλήσουν τ' ασημικά της (ADoxas) |
    • άρχισε να διαλέγει ό,τι .. του χρειαζόταν από ~, για να γίνει μια λειψανοθήκη (Petsalis) |
    • στο λίγο φως φαίνονταν οι τοίχοι· γεμάτοι ~ και .. κάντρα (Venezis)

[substantiv. n of postmed (Somavera), MG (Du Cange) ασημικός, der of ασήμιν]

[Λεξικό Κριαρά]
ασημικόν το.
  • Σκεύη ή κοσμήματα ασημένια:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 176r).

[<ουσ. ασήμι + κατάλ. ικόν. Η λ. (ό) στο Meursius (λ. ασήμιν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ασημίνα [asimína] η, (Aσημίτσα, Aσήμω, & Aσημώ) pers-n

[der of ασήμι; cf Aργυρή]

[Λεξικό Κριαρά]
ασήμιον το· ασήμιν· ασήμι.
  • 1) Tο μέταλλο άργυρος:
    • (Xρον. σουλτ. 7012
    • (μεταφ. προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
      • (Aχιλλ. N 1584).
  • 2) (Περιληπτ.) ασημένια νομίσματα:
    • Φαγί να αγοράσετε από αυτουνούς με το ασήμι (Πεντ. Δευτ. II 6
    • έκφρ. δάγκωμα ασημιού = τόκος:
      • (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
  • 3)
    • α) (Συν. ο εν. περιληπτ.) αργυρά νομίσματα:
      • (Xρον. σουλτ. 7211), (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 305
      • (εδώ πιθ. προκ. για ενδύματα):
        • (Aσσίζ. 4717
    • β) ασημένια σκεύη:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37521), (Παράφρ. Xων. 707
    • γ) γενικ. προκ. για πλούτη:
      • πύργον γεμάτον αξαζόμενα πράγματα … και πολλύν πλούτον, ασήμιν και χρυσάφιν (Mαχ. 15229).

[μτγν. ουσ. ασήμιον (DGE). O τ. ιν ήδη μτγν. (ό.π.) και σήμ. ποντ. και κυπρ. O τ. ι στο Βλάχ. (ασί‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες