Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρός
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρός [arós] ο, region. (Pelop,
  • Chios, Skyros etc) scooped or hollow stone in which (rain) water collects (syn in αρολίθι)

[fr MG (Hesych. emended) αρός 'id.']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άροση η [árosi] Ο33 : (λόγ.) το όργωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἄρο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `καλλιεργήσιμη γη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άροση [árosi] η, pl αρόσεις (L) agric
  • plowing, tilling (syn αροτρίωση L, αλέτρισμα, όργωμα):
    • η επίστεψη στήλης βρέθηκε τυχαία στην ~

[fr kath άροσις ← K, AG ἄροσις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρόσιμος -η -ο [arósimos] Ε5 : (λόγ.) (για έδαφος) που είναι κατάλληλος για όργωμα, για καλλιέργεια.

[λόγ. < αρχ. ἀρόσιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρόσιμος, -η, -ο [arósimos] (L) agric
  • arable, tillable (syn αροτριώσιμος):
    • αρόσιμη πλαγιά

[fr kath αρόσιμος ← K (also pap) ἀρόσιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες