Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντόπουλο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχοντόπουλο το [arxondópulo] Ο41 : γιος άρχοντα. || αγόρι ή νέος από πλούσια, αρχοντική οικογένεια. || (πληθ.) παιδιά άρχοντα ή αρχοντικής οικογένειας χωρίς διάκριση φύλου.

[μσν. αρχοντόπουλον < άρχοντ(ας) -όπουλον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντόπουλο [arxondόpulo] το,
  • noble or aristocratic young man (syn in αρχοντονιός):
    • phr να χαρείς τ' αρχοντόπουλά σου |
    • δέκα αρχοντόπουλα, το 'να καλύτερο από τ' άλλο στη λεβεντιά και στα πλούτη, στέλνανε λόγια για την κόρη του (Drosinis) |
    • στους αγώνες ελάβαιναν μέρος προπάντων αρχοντόπουλα (Karouzos) |
    • δεν είδε ποτέ της ούτε και άκουσε να υπάρχει βασιλόπουλο ή ~άσχημο ή κουτό (KPapa) |
    • folks. δεν θέλει γιον του βασιλιά, δεν θέλει γιον του ρήγα, | μούν' θέλει τ' ~με τις πολλές χιλιάδες (DPetrop) |
    • poem κι ακόμα δώδεκα αρχοντόπουλα μπροστά από την πυρά σου | των Tρώων θα σφάξω κλ (Homer Il 18.336 Kaz-Kakr)

[fr postmed, MG αρχοντόπουλον, cpd w. combin form -πουλλον]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχοντόπουλον το· αρχοντόπουλο.
  • 1) Γιος άρχοντα ή πλουσίου:
    • ακριβά αρχοντόπουλα (Περί ξεν. 482 κριτ. υπ).
  • 2) O γιος ευγενούς ή ευγενής:
    • (Ελλην. νόμ. 55119
    • τα αρχοντόπουλα όπου είχασιν προνοίες (Xρον. Mορ. H 1644).

[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. πουλον. Πβ. αρχοντόπουλος. O τ. και σήμ. H λ. στο LBG και στο Du Cange (λ. άρχοντες)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχοντόπουλος ο· αρκοντόπουλος.
  • Γιος άρχοντα ή πλουσίου, αρχοντόπουλο:
    • Άρχοντες, αρκοντόπουλοι (Aνακάλ. 71).

[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. πουλος. H λ. το 10. αι. (LBG) και στο Meursius (οι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντόπουλος [arxondόpulos] ο, usu pl αρχοντόπουλοι οι, Byz hist
  • descendant of one of twelve Byzantine aristocratic families established in Crete during the 11th c. (syn αρχοντορωμαίος):
    • ενδιαφέρουσες ειδήσεις μας δίνει ο Foscarini .. για την κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει οι αρχοντόπουλοι ή αρχοντορωμαίοι (Vacalop) |
    • από την άλλη μεριά στέκουν οι καστρινοί, αρχοντόπουλοι και φτωχολογιά και θαυμάζουν τα παιδιά τους, που χορεύουν (Petsalis)

[fr postmed, MG (10th c.) αρχοντόπουλλος, cpd w. combin form -πουλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες