Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντοπιάνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντοπιάνομαι [arxondopjánome]
  • put on a false appearance of nobility, give o.s. lordly airs (near-syn μεγαλοπιάνομαι)

[cpd w. πιάνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες