Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοπαίδι [arxondopé∂i] το,
- noble or aristocratic young man (syn in αρχοντονιός):
- poem .. δίνει με τα χέρια της νερό στ' ~(Krystallis)
[fr MG *αρχοντοπαίδιν, cpd w. παιδίν]
- noble or aristocratic young man (syn in αρχοντονιός):