Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντοκόρη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντοκόρη [arxondokόri] η, s. αρχοντοκοπέλα
:
  • poem έρημη χήρα η νύφη μου στη Λάρισα απομένει, | αμάθητη στη στέρηση και πλούσια ~(Polemis)

[cpd w. κόρη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες