Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοκόρη [arxondokόri] η, s. αρχοντοκοπέλα
- :
- poem έρημη χήρα η νύφη μου στη Λάρισα απομένει, | αμάθητη στη στέρηση και πλούσια ~(Polemis)
[cpd w. κόρη]