Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοθρεμμένος, -η, -ο [arxondoθreménos]
- raised in an aristocratic or wealthy environment or manner (syn αρχονταναθρεμμένος, αρχοντόθρεφτος):
- λεβεντόκορμος, ~και γελαζούμενος, έσκυψε ο γαμπρός και χρύσωσε το δεξί μποτινάκι της νύφης (Vlami) |
- poem .. στους υγιούς του Πρίαμου φώναξε τους αρχοντοθρεμμένους (Homer Il 5.643 Kaz-Kakr)
[cpd w. θρεμμένος (: τρέφω / θρέφω)]
- raised in an aristocratic or wealthy environment or manner (syn αρχονταναθρεμμένος, αρχοντόθρεφτος):