Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχοντάρης ο [arxondáris] Ο11 : μοναχός που είναι επιφορτισμένος με την υποδοχή και με τη φιλοξενία των επισκεπτών του μοναστηριού.

[μσν. *αρχοντάρης (πρβ. μσν. αρχονταρίκι) < άρχοντ(ας) -άρης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντάρης [arxondáris] ο,
  • person in charge of visitors in a monastery, hosteler, guestmaster:
    • ο ~... μας έδειξε ένα δωμάτιο με τέσσερα καταλερωμένα κρεβάτια· ήταν ο ξενώνας (Papantoniou) |
    • μας υποδέχθηκαν ο πορτάρης, ο ~ και μερικοί από τους γέροντες (Ouranis) |
    • ο ~ της μονής ετράταρε στους ξένους το γλυκό και τον καφέ (Papanoutsos) |
    • ο ~ είναι λαϊκός, μισθωτός· κάνει τη δουλειά του .. ευσυνείδητα (Kasdaglis)

[fr postmed (Somavera) αρχοντάρης ← MG *αρχοντάριος, w. suff -άριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες