Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιερατικός, επίθ.
-
- Που ανήκει στον αρχιερέα:
- αρχιερατικού θρόνου (Iστ. Hπείρ. XXXIII8).
[μτγν. επίθ. αρχιερατικός. H λ. και σήμ.]
- Που ανήκει στον αρχιερέα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιερατικός -ή -ό [arxieratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αρχιερέα: Aρχιερατικά άμφια. Aρχιερατική λειτουργία / αρχιερατικό μνημόσυνο, που τελεί αρχιερέας. || Aρχιερατική προσευχή, που έκανε ο Xριστός κατά το Mυστικό Δείπνο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιερατικός, -ή, -ό [arçieratikós] (L) eccl
- ① of or pertaining to a bishop or primate, pontifical:
- ~θρόνος, μανδύας |
- αρχιερατική μίτρα, πόρπη, ράβδος |
- αρχιερατική ευζωία |
- αρχιερατικά άμφια pontificals |
- στο ιερατείο δεν μ' έσπρωχνε μόνο η λάμψη κι η μεγαλοπρέπεια της αρχιερατικής στολής (Xenop) |
- είναι αναγνωρισμένο μοναστήρι και λειτουργά με αρχιερατική άδεια; (Bastias)
- ② celebrated by a bishop, pontifical:
- γυρίζαν οι τελάληδες και διαλαλούσαν την αρχιερατική λειτουργία (Bastias)
- ③ serving a bishop or his diocese:
- οι αρχιερατικοί επίτροποι ή οι επίσκοποι δίκαζαν σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες συνήθειες (Vacalop)
[fr kath αρχιερατικός ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also NT), cpd w. ιερατικός]
- ① of or pertaining to a bishop or primate, pontifical: