Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγώ [arçiγό] αρχηγεί, ipf αρχηγούσα, (L)
- be in command, be the leader or chief of (syn αρχηγεύω 1):
- όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της, που αρχηγούσε, κι είδε τους αποζώντες να δειλιάζουν, τους έδωσε θάρρος (ChZalokostas)
[neol, der or αρχηγός]
- be in command, be the leader or chief of (syn αρχηγεύω 1):