Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχαιοφανής, -ής, -ές [arçeofanís] (L)
- having an ancient-like appearance, seeming ancient:
- από όλες τις αρχαιοφανείς ονομασίες .. προτιμούμε το ελληνικό στακτήρας (Bakalakis)
[fr kath αρχαιοφανής ← MG (6th c.)]
- having an ancient-like appearance, seeming ancient: